- Λούκουλλος
- οΡωμαίος στρατηγός διάσημος για τα πλούσια γεύματα που οργάνωνε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λούκουλλος, Λεύκιος Λικίνιος — (Lucius Licinius Lucullus, 117 – 58/56 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, διάσημος για την πολυτελή ζωή του. Καταγόταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Αρχικά εργαζόταν στην υπηρεσία του Σύλλα στην Ασία, όπου και παρέμεινε στη… … Dictionary of Greek
Λούκουλλος, Μάρκος Λικίνιος — (Marcus Licinius Lucullus, τέλη 2ου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Στα χρόνια της υπατείας του αδελφού του Λεύκιου Λικίνιου Λούκουλλου (βλ. λ.) εξελέγη, μαζί με τον Κάσιο Λογγίνο, ύπατος (73 π.Χ.). Στον Λ. και στον συνάρχοντά του… … Dictionary of Greek
AUTOLYCUS — I. AUTOLYCUS Mercurii filius, qui proxima Parnassi loca furtis infestavit. Ovid. Mer. l. 11. v. 313. Nascitur Autolycus furtum ingeniosus ad omne. Martial. l. 8. Epigr. 59. v. 4. Non fuit Autolyci tam piceata manus. Sunt qui Iasonis comitem… … Hofmann J. Lexicon universale
TURDUS — Graece κίχλη, Hebr. Gap desc: Hebrew ficedulae iungitur, apud Corn. Celsum, l. 2. c. 18. et in Tiberio Suetonii, c. 42. Plautus quoque in Captivis Actu 1. Sc. 2. v. 60. ad utramque avem alludit, Opus Turdetanis, opus Ficedulensibus. Quod scil. in … Hofmann J. Lexicon universale
Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
λουκούλλειος — α, ο (Α λουκούλλειος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο νεοελλ. φρ. «λουκούλλειο γεύμα» πλουσιότατο, πλουσιοπάροχο γεύμα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λουκούλλεια αγώνες προς τιμήν τού Λουκούλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Κάβειρα — Αρχαία πόλη του Πόντου, την οποία ο Πομπήιος μετονόμασε σε Διόσπολιν. Εκεί βρισκόταν η οχυρή ακρόπολη του Μιθριδάτη, κοντά στην οποία νικήθηκε το 71 π.Χ. ο Λούκουλλος. Αργότερα, όμως, ο ίδιος την κυρίευσε και έκοψε και νομίσματά της με ελληνικές… … Dictionary of Greek
Καβύλη — I Αρχαία πόλη της βόρειας Θράκης, στους πρόποδες του Αίμου. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ήταν χτισμένη στις όχθες του Στρυμόνα, κοντά στην Αμφίπολη. Άλλοι όμως την τοποθετούν σε μια περιοχή περίπου 20 χλμ. Α της Αδριανούπολης, στο… … Dictionary of Greek